- κύνειος
- κύνειοςofmasc nom sgκύνειοςofmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κύνειος — κύνειος, εία, ον (AM, Α θηλ. και κύνειος και κυνάς, άδος) [κύων] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στον σκύλο, κυνικός, σκυλήσιος αρχ. 1. μτφ. αθλιότατος, ελεεινός («θάνατος μὲν oὖv κύνειος», Αριστοφ.) 2. το θηλ. ως ουσ. α) ἡ κυνεία η… … Dictionary of Greek
Θάνατος κύνειος. — См. Собаке собачья смерть … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κύνειον — κύνειος of masc acc sg κύνειος of neut nom/voc/acc sg κύνειος of masc/fem acc sg κύνειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνείων — κύνειος of fem gen pl κύνειος of masc/neut gen pl κύνειος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνείοισι — κύνειος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) κύνειος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνείοισιν — κύνειος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) κύνειος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνείου — κύνειος of masc/neut gen sg κύνειος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνείῳ — κύνειος of masc/neut dat sg κύνειος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύνεια — κύνειος of neut nom/voc/acc pl κύνειος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύνειοι — κύνειος of masc nom/voc pl κύνειος of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)